sein
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Αντωνυμία
sein (de)
- ονομαστική ενικού του αρσενικού
- Sein Hund ist schwarz. - Ο σκύλος του είναι μαύρος.
- ονομαστική ενικού του ουδετέρου
- Das Kind hält sein Spielzeug. - Το παιδί κρατάει το παιχνίδι του.
- αιτιατική ενικού του ουδετέρου
- Ich gebe dem Kind sein Buch. - Δίνω στο παιδί το βιβλίο του.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.