sein

Βασκικά (eu)

Ουσιαστικό

sein (eu)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
sein seins

Ετυμολογία

sein < λατινική sinus

Προφορά

ΔΦΑ : /sɛ̃/
 

Ουσιαστικό

sein (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) ο μαστός, το βυζί, το στήθος
  2. ο κόλπος
    l'entreprise est entrée au sein du consortium - η επιχείρηση περιήλθε στον κόλπο του κονσόρτσιουμ

Ομώνυμα / Ομόηχα



Γερμανικά (de)

Προφορά

 
 

Αντωνυμία

sein (de)

  • τύπος της κτητικής αντωνυμίας του αρσενικού και του ουδετέρου, δικός του, δικό του
  1. ονομαστική ενικού του αρσενικού
    Sein Hund ist schwarz. - Ο σκύλος του είναι μαύρος.
  2. ονομαστική ενικού του ουδετέρου
    Das Kind hält sein Spielzeug. - Το παιδί κρατάει το παιχνίδι του.
  3. αιτιατική ενικού του ουδετέρου
    Ich gebe dem Kind sein Buch. - Δίνω στο παιδί το βιβλίο του.

Ρήμα

sein (de) (αόριστος war, μετοχή παρακειμένου gewesen)

  1. είμαι
  2. υπάρχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.