βύζαγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βύζαγμα | τα | βυζάγματα |
| γενική | του | βυζάγματος | των | βυζαγμάτων |
| αιτιατική | το | βύζαγμα | τα | βυζάγματα |
| κλητική | βύζαγμα | βυζάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.zaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βύ‐ζαγ‐μα
Ουσιαστικό
βύζαγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
βύζαγμα
|
|
Αναφορές
- βύζαγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.