βύζαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βύζαγμα τα βυζάγματα
      γενική του βυζάγματος των βυζαγμάτων
    αιτιατική το βύζαγμα τα βυζάγματα
     κλητική βύζαγμα βυζάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βύζαγμα < βυζαίνω, βυζακ- (όπως αόριστος βύζαξα) + μα με τροπή [km] < [ɣm] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.zaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βύζαγμα

Ουσιαστικό

βύζαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.