ρωγοβύζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
| γενική | του | ρωγοβυζιού | των | ρωγοβυζιών |
| αιτιατική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
| κλητική | ρωγοβύζι | ρωγοβύζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρωγοβύζι ουδέτερο
- ρογοβύζι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
ρωγοβύζι
|
→ δείτε τη λέξη θηλή |
Αναφορές
- ρωγοβύζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.