γλυκοβύζαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκοβύζαστος | η | γλυκοβύζαστη | το | γλυκοβύζαστο |
| γενική | του | γλυκοβύζαστου | της | γλυκοβύζαστης | του | γλυκοβύζαστου |
| αιτιατική | τον | γλυκοβύζαστο | τη | γλυκοβύζαστη | το | γλυκοβύζαστο |
| κλητική | γλυκοβύζαστε | γλυκοβύζαστη | γλυκοβύζαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκοβύζαστοι | οι | γλυκοβύζαστες | τα | γλυκοβύζαστα |
| γενική | των | γλυκοβύζαστων | των | γλυκοβύζαστων | των | γλυκοβύζαστων |
| αιτιατική | τους | γλυκοβύζαστους | τις | γλυκοβύζαστες | τα | γλυκοβύζαστα |
| κλητική | γλυκοβύζαστοι | γλυκοβύζαστες | γλυκοβύζαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
γλυκοβύζαστος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό, για το γάλα στο θηλασμό) γλυκός
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, στροφή 85
- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, στροφή 85
- (παρωχημένο, για μωρό) που βυζαίνει ήρεμα, απαλά και με ευχαρίστηση
Συγγενικά
- γλυκογάλατος (για ζώα)
Μεταφράσεις
γλυκοβύζαστος
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.