βρόμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρόμος οἱ βρόμοι
      γενική τοῦ βρόμου τῶν βρόμων
      δοτική τῷ βρόμ τοῖς βρόμοις
    αιτιατική τὸν βρόμον τοὺς βρόμους
     κλητική ! βρόμε βρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρόμω
γεν-δοτ τοῖν  βρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

βρόμος < βρέμω (κροτώ με πάταγο) < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰrem-

Ουσιαστικό

βρόμος, -ου αρσενικό

  1. τριγμός, κρότος, πάταγος
  2. ταραχή
  3. μανία

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

βρόμος: για τις μορφές βρωμ- βρομ-  δείτε  βρῶμος

Ουσιαστικό

βρόμος, -ου αρσενικό

Σημειώσεις

Ετυμολογία 3

βρόμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βρόμος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.