βακχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βακχικός | η | βακχική | το | βακχικό |
| γενική | του | βακχικού | της | βακχικής | του | βακχικού |
| αιτιατική | τον | βακχικό | τη | βακχική | το | βακχικό |
| κλητική | βακχικέ | βακχική | βακχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βακχικοί | οι | βακχικές | τα | βακχικά |
| γενική | των | βακχικών | των | βακχικών | των | βακχικών |
| αιτιατική | τους | βακχικούς | τις | βακχικές | τα | βακχικά |
| κλητική | βακχικοί | βακχικές | βακχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βακχικός < αρχαία ελληνική βακχικός < Βάκχος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βάκχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βακχικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.