βρῶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βρῶμος | οἱ | βρῶμοι |
| γενική | τοῦ | βρώμου | τῶν | βρώμων |
| δοτική | τῷ | βρώμῳ | τοῖς | βρώμοις |
| αιτιατική | τὸν | βρῶμον | τοὺς | βρώμους |
| κλητική ὦ! | βρῶμε | βρῶμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρώμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βρώμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 2
Αναφορές
- βρῶμος σελ. 246 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- βρομώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βρῶμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.