βραδέως
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
βραδέως < βραδύς
Επίρρημα
βραδέως
- (χρονικό) με βραδύτητα, με καθυστέρηση, αργά
- (κατ’ επέκταση), (για σκέψη ή για το μυαλό) με αργό τρόπο
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- σπεῦδε βραδέως: (λογοπαίγνιο με τις δύο έννοιες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.