μικροσφυγμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροσφυγμία οι μικροσφυγμίες
      γενική της μικροσφυγμίας των μικροσφυγμιών
    αιτιατική τη μικροσφυγμία τις μικροσφυγμίες
     κλητική μικροσφυγμία μικροσφυγμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροσφυγμία < μικρο- + σφυγμός + -ία

Ουσιαστικό

μικροσφυγμία θηλυκό

  • αργοσφυγμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.