βραδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βραδιάζω < μεσαιωνική ελληνική βραδιάζω < βράδυ + -ιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾa.ðʝa.zo/
Ρήμα
βραδιάζω, πρτ.: βράδιασα, στ.μέλλ.: θα βραδιάσω, αόρ.: βράδιασα, παθ.φωνή: βραδιάζομαι
Συγγενικά
- αβράδιαστα
- αβράδιαστος
- βράδιασμα
- ξημεροβραδιάζομαι
- → δείτε τη λέξη βράδυ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βραδιάζω | βράδιαζα | θα βραδιάζω | να βραδιάζω | βραδιάζοντας | |
| β' ενικ. | βραδιάζεις | βράδιαζες | θα βραδιάζεις | να βραδιάζεις | βράδιαζε | |
| γ' ενικ. | βραδιάζει | βράδιαζε | θα βραδιάζει | να βραδιάζει | ||
| α' πληθ. | βραδιάζουμε | βραδιάζαμε | θα βραδιάζουμε | να βραδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | βραδιάζετε | βραδιάζατε | θα βραδιάζετε | να βραδιάζετε | βραδιάζετε | |
| γ' πληθ. | βραδιάζουν(ε) | βράδιαζαν βραδιάζαν(ε) |
θα βραδιάζουν(ε) | να βραδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βράδιασα | θα βραδιάσω | να βραδιάσω | βραδιάσει | ||
| β' ενικ. | βράδιασες | θα βραδιάσεις | να βραδιάσεις | βράδιασε | ||
| γ' ενικ. | βράδιασε | θα βραδιάσει | να βραδιάσει | |||
| α' πληθ. | βραδιάσαμε | θα βραδιάσουμε | να βραδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | βραδιάσατε | θα βραδιάσετε | να βραδιάσετε | βραδιάστε | ||
| γ' πληθ. | βράδιασαν βραδιάσαν(ε) |
θα βραδιάσουν(ε) | να βραδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βραδιάσει | είχα βραδιάσει | θα έχω βραδιάσει | να έχω βραδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βραδιάσει | είχες βραδιάσει | θα έχεις βραδιάσει | να έχεις βραδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βραδιάσει | είχε βραδιάσει | θα έχει βραδιάσει | να έχει βραδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βραδιάσει | είχαμε βραδιάσει | θα έχουμε βραδιάσει | να έχουμε βραδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βραδιάσει | είχατε βραδιάσει | θα έχετε βραδιάσει | να έχετε βραδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βραδιάσει | είχαν βραδιάσει | θα έχουν βραδιάσει | να έχουν βραδιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.