βραδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραδιά οι βραδιές
      γενική της βραδιάς των βραδιών
    αιτιατική τη βραδιά τις βραδιές
     κλητική βραδιά βραδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραδιά < μεσαιωνική ελληνική βραδιά < βραδεῖα (ενν. ὥρα), θηλυκό του βραδύς

Ουσιαστικό

βραδιά θηλυκό

  1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπάρχει σκοτάδι, οι ώρες της νύχτας στο σύνολό τους ή ένα μέρος τους
    ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη βραδιά
    περάσαμε τη βραδιά μας στον κινηματογράφο
  2. εκδήλωση που διοργάνωνεται τις βραδινές ώρες
    ποιητική βραδιά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βραδιά < αρχαία ελληνική βραδεῖα (ενν. ὥρα), θηλυκό του βραδύς

Ουσιαστικό

βραδιά θηλυκό

  • βραδέα
  • βραδία

Επίρρημα

βραδιά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.