βοτανολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοτανολογία οι βοτανολογίες
      γενική της βοτανολογίας των βοτανολογιών
    αιτιατική τη βοτανολογία τις βοτανολογίες
     κλητική βοτανολογία βοτανολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτανολογία < ελληνιστική κοινή βοτανολογία < αρχαία ελληνική βοτάνη + -λογία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική botanologie)

Ουσιαστικό

βοτανολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.