βοτανική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βοτανική < (λόγιο δάνειο) γαλλική botanique[1] < (ελληνιστική κοινή) βοτανικός

Ουσιαστικό

βοτανική θηλυκό

  1. η βιοφυτολογία, ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών και ιδιαίτερα της μορφής, της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής τους
  2. θεραπευτική βοτανολογία, μελέτη των θεραπευτικών βοτάνων (κάποια δήθεν θεραπευτικά βότανα δεν αναγνωρίζονται επισήμως ως θεραπευτικά είτε υπάρχουν ελλιπείς θεραπευτικές ενδείξεις γι' αυτά)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βοτανική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.