βιτριολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιτριολικός | η | βιτριολική | το | βιτριολικό |
| γενική | του | βιτριολικού | της | βιτριολικής | του | βιτριολικού |
| αιτιατική | τον | βιτριολικό | τη | βιτριολική | το | βιτριολικό |
| κλητική | βιτριολικέ | βιτριολική | βιτριολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιτριολικοί | οι | βιτριολικές | τα | βιτριολικά |
| γενική | των | βιτριολικών | των | βιτριολικών | των | βιτριολικών |
| αιτιατική | τους | βιτριολικούς | τις | βιτριολικές | τα | βιτριολικά |
| κλητική | βιτριολικοί | βιτριολικές | βιτριολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
βιτριολικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που είναι φτιαγμένος από βιτριόλι, το περιέχει ή αναφέρεται σ' αυτό
- (μεταφορικά) γεμάτος κακία και με κακότροπη συμπεριφορά
- ≈ συνώνυμα: αιχμηρός, δηκτικός, δηλητηριώδης, καυστικός, φαρμακερός
- Την ώρα που στο Elysium όλα είναι παραδεισένια, χρυσαφένια και υγιή υπό την επίβλεψη μιας κυνικής υπουργού Άμυνας (η Τζόντι Φόστερ σε μια βιτριολική ερμηνεία), στη Γη επικρατούν η φτώχεια, το έγκλημα, οι μολύνσεις και οι θανατηφόρες ασθένειες. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.