βιτρό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βιτρό < γαλλική vitraux, πληθυντικός αριθμός του vitrail < vitre < λατινική vitrum < πρωτοϊταλική *wedro- ‎(γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed-ro- ‎(σαν νερό) < *wódr̥ ‎(νερό)

Ουσιαστικό

βιτρό ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.