βερμπαλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βερμπαλισμός οι βερμπαλισμοί
      γενική του βερμπαλισμού των βερμπαλισμών
    αιτιατική τον βερμπαλισμό τους βερμπαλισμούς
     κλητική βερμπαλισμέ βερμπαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βερμπαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική verbalisme < verbal + -ισμός < λατινική verbalis < verbum

Προφορά

ΔΦΑ : /veɾ.ba.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερμπαλισμός

Ουσιαστικό

βερμπαλισμός αρσενικό

  1. η χρήση πομπωδών λέξεων και εκφράσεων χωρίς νόημα προς εντυπωσιασμό του ακροατηρίου
     συνώνυμα: μεγαλοστομία, ρητορισμός
  2. η ακατάσχετη φλυαρία
     αντώνυμα: λακωνισμός, περιεκτικότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.