ακατάσχετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάσχετος | η | ακατάσχετη | το | ακατάσχετο |
| γενική | του | ακατάσχετου | της | ακατάσχετης | του | ακατάσχετου |
| αιτιατική | τον | ακατάσχετο | την | ακατάσχετη | το | ακατάσχετο |
| κλητική | ακατάσχετε | ακατάσχετη | ακατάσχετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάσχετοι | οι | ακατάσχετες | τα | ακατάσχετα |
| γενική | των | ακατάσχετων | των | ακατάσχετων | των | ακατάσχετων |
| αιτιατική | τους | ακατάσχετους | τις | ακατάσχετες | τα | ακατάσχετα |
| κλητική | ακατάσχετοι | ακατάσχετες | ακατάσχετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάσχετος < ελληνιστική ἀκατάσχετος < ἀ- (στερητικό) + κατέσχον, αόριστος β' του κατέχω
Επίθετο
ακατάσχετος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει
- ακατάσχετη φλυαρία
- που δεν μπορεί να κατασχεθεί· που δεν έχει κατασχεθεί
- σύμφωνα με το νόμο ο μισθός είναι ακατάσχετος
- ≠ αντώνυμα: κατεσχημένος
- σύμφωνα με το νόμο ο μισθός είναι ακατάσχετος
Μεταφράσεις
ακατάσχετος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.