βερμπαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βερμπαλιστικός | η | βερμπαλιστική | το | βερμπαλιστικό |
| γενική | του | βερμπαλιστικού | της | βερμπαλιστικής | του | βερμπαλιστικού |
| αιτιατική | τον | βερμπαλιστικό | τη | βερμπαλιστική | το | βερμπαλιστικό |
| κλητική | βερμπαλιστικέ | βερμπαλιστική | βερμπαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βερμπαλιστικοί | οι | βερμπαλιστικές | τα | βερμπαλιστικά |
| γενική | των | βερμπαλιστικών | των | βερμπαλιστικών | των | βερμπαλιστικών |
| αιτιατική | τους | βερμπαλιστικούς | τις | βερμπαλιστικές | τα | βερμπαλιστικά |
| κλητική | βερμπαλιστικοί | βερμπαλιστικές | βερμπαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βερμπαλιστικός < βερμπαλ(ισμός) + -ιστικός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /veɾ.ba.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο
βερμπαλιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον βερμπαλισμό ή τον βερμπαλιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Μεταφράσεις
βερμπαλιστικός
|
|
Αναφορές
- βερμπαλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.