βερμπαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βερμπαλιστικός η βερμπαλιστική το βερμπαλιστικό
      γενική του βερμπαλιστικού της βερμπαλιστικής του βερμπαλιστικού
    αιτιατική τον βερμπαλιστικό τη βερμπαλιστική το βερμπαλιστικό
     κλητική βερμπαλιστικέ βερμπαλιστική βερμπαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βερμπαλιστικοί οι βερμπαλιστικές τα βερμπαλιστικά
      γενική των βερμπαλιστικών των βερμπαλιστικών των βερμπαλιστικών
    αιτιατική τους βερμπαλιστικούς τις βερμπαλιστικές τα βερμπαλιστικά
     κλητική βερμπαλιστικοί βερμπαλιστικές βερμπαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βερμπαλιστικός < βερμπαλ(ισμός) + -ιστικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /veɾ.ba.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερμπαλιστικός

Επίθετο

βερμπαλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις βερμπαλισμός και verbum

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.