βελγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βελγικός | η | βελγική | το | βελγικό |
| γενική | του | βελγικού | της | βελγικής | του | βελγικού |
| αιτιατική | τον | βελγικό | τη | βελγική | το | βελγικό |
| κλητική | βελγικέ | βελγική | βελγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βελγικοί | οι | βελγικές | τα | βελγικά |
| γενική | των | βελγικών | των | βελγικών | των | βελγικών |
| αιτιατική | τους | βελγικούς | τις | βελγικές | τα | βελγικά |
| κλητική | βελγικοί | βελγικές | βελγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vel.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βελ‐γι‐κός
Επίθετο
βελγικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Βέλγιο
Μεταφράσεις
βελγικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.