βασιβουζούκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιβουζούκος οι βασιβουζούκοι
      γενική του βασιβουζούκου των βασιβουζούκων
    αιτιατική τον βασιβουζούκο τους βασιβουζούκους
     κλητική βασιβουζούκο βασιβουζούκοι
Και κλητική ενικού: βασιβουζούκε.
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
"Αρχηγός σώματος βασιβουζούκων", ελαιογραφία του Γάλλου ζωγράφου Jean-Léon Gérôme, 1881.

Ετυμολογία

βασιβουζούκος < λόγια επίδραση στο μπασιμπουζούκος με τροπή [b] > [v] < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باشی بوزوق (başıbozuk, σπασμένο κεφάλι) (τουρκική başıbozuk) + -ος < باش‎ (baş, κεφάλι) & بوزوق‎ (bozuk, σε κακό χάλι, σπασμένο, στρατιωτικός όρος: άτακτος)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.si.vuˈzu.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασιβουζούκος

Ουσιαστικό

βασιβουζούκος αρσενικό

  1. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) o άτακτος στρατιώτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
  2. (μεταφορικά) απείθαρχος ή αυταρχικός, κάποιος που δεν πειθαρχεί σε κανόνες, προκαλεί φασαρίες και θέλει να γίνεται το δικό του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.