νιζάμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νιζάμης | οι | νιζάμηδες |
| γενική | του | νιζάμη | των | νιζάμηδων |
| αιτιατική | τον | νιζάμη | τους | νιζάμηδες |
| κλητική | νιζάμη | νιζάμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νιζάμης < νιζάμ(ι) + -ης ή απευθείας άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική نظام στη σημασία: στρατιώτης τακτικού στρατού (τουρκική nizam) + -ης < αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /niˈza.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐ζά‐μης
Ουσιαστικό
νιζάμης αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος, παρωχημένο) στρατιώτης του τακτικού στρατού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αντιδιαστολή με τον βασιβουζούκο ή τον γενίτσαρο
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.