βασιβουζουκισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιβουζουκισμός οι βασιβουζουκισμοί
      γενική του βασιβουζουκισμού των βασιβουζουκισμών
    αιτιατική τον βασιβουζουκισμό τους βασιβουζουκισμούς
     κλητική βασιβουζουκισμέ βασιβουζουκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιβουζουκισμός < βασιβουζούκ(ος) + -ισμός

Ουσιαστικό

βασιβουζουκισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.