βαζιβουζούκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαζιβουζούκος οι βαζιβουζούκοι
      γενική του βαζιβουζούκου των βαζιβουζούκων
    αιτιατική τον βαζιβουζούκο τους βαζιβουζούκους
     κλητική βαζιβουζούκο
& βαζιβουζούκε
βαζιβουζούκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαζιβουζούκος < (άμεσο δάνειο) τουρκική başıbozuk < οθωμανική τουρκική باشی بوزوق (κακό κεφάλι)

Ουσιαστικό

βαζιβουζούκος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.