κρασοπατέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρασοπατέρας οι κρασοπατέρες
& κρασοπατεράδες
      γενική του κρασοπατέρα των κρασοπατέρων
& κρασοπατεράδων
    αιτιατική τον κρασοπατέρα τους κρασοπατέρες
& κρασοπατεράδες
     κλητική κρασοπατέρα κρασοπατέρες
& κρασοπατεράδες
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρασοπατέρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρασοπατέρας αρσενικό

Συνώνυμα

 δείτε τη λέξη  μέθυσος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.