σκιτσογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σκιτσογράφος | οι | σκιτσογράφοι |
| γενική | του/της | σκιτσογράφου | των | σκιτσογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | σκιτσογράφο | τους/τις | σκιτσογράφους |
| κλητική | σκιτσογράφε | σκιτσογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκιτσογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο άνθρωπος που κάνει σκίτσα σε περιοδικά ή σε κάποια ταινία κινουμένων σχεδίων.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκιτσογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.