βαγεναρείο

Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγεναρείο τα βαγεναρεία
      γενική του βαγεναρείου των βαγεναρείων
    αιτιατική το βαγεναρείο τα βαγεναρεία
     κλητική βαγεναρείο βαγεναρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγεναρείο < βαγέν(ι) (βαρέλι) + -αρείο/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

βαγεναρείο ουδέτερο

  • αποθηκευτικός χώρος, όπου φυλάσσεται το κρασί ενός μοναστηριού
      Oι χώροι που στεγάζουν το βαγεναρείο της μονής καταλαμβάνουν τμήματα του ισογείου και του υπογείου της δυτικής πτέρυγας και ανήκουν στην πρώτη οικοδομική της φάση, των αρχών του 19ου αιώνα. (.pdf εφημερίδα Καθημερινή)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.