βαγένιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βαγένιν < βαγένιον < σλαβικής προέλευσης vagan + -ιν[1] (επηρεασμένο από τη μεσαιωνική ελληνική λαγένα)
Κατ' άλλη άποψη[2] πιθανόν από θηλυκό ουσιαστικό «βάγνα» < μεσαιωνική λατινική vagna < αραβικής προέλευσης

Ουσιαστικό

βαγένιν ουδέτερο (λέξη του 11ου αιώνα)

  • βαγένι
  • βαγένιον
  • βαγίνι, βαγίνιν, βαγίνιον (13ος αιώνας)

Παράγωγα

  • βαγενόπουλον (υποκοριστικό)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. σελ. 3, Τόμος Δ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας..
  2. βαγένιν -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.