βαγεναριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγεναριό τα βαγεναριά
      γενική του βαγεναριού των βαγεναριών
    αιτιατική το βαγεναριό τα βαγεναριά
     κλητική βαγεναριό βαγεναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγεναριό < βαγέν(ι) + -αριό

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ʝe.naɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαγεναριό

Ουσιαστικό

βαγεναριό ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.