βαγενάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαγενάρης οι βαγενάρηδες
      γενική του βαγενάρη των βαγενάρηδων
    αιτιατική τον βαγενάρη τους βαγενάρηδες
     κλητική βαγενάρη βαγενάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγενάρης < βαγένι + -άρης

Ουσιαστικό

βαγενάρης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.