βίντσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βίντσι | τα | βίντσια |
| γενική | του | βιντσιού | των | βιντσιών |
| αιτιατική | το | βίντσι | τα | βίντσια |
| κλητική | βίντσι | βίντσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
- δεν σηκώνεται ούτε με βίντσι:
- για κάτι που είναι πολύ βαρύ
- (μεταφορικά) λέγεται για κάποιον που τεμπελιάζει και είναι ράθυμος και οκνηρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.