βίντσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βίντσι τα βίντσια
      γενική του βιντσιού των βιντσιών
    αιτιατική το βίντσι τα βίντσια
     κλητική βίντσι βίντσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίντσι < αγγλική winch

Ουσιαστικό

βίντσι ουδέτερο

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.