Boot
Γερμανικά
(de)
Ετυμολογία
Boot
<
μέση κάτω γερμανική
bōt
<
μέση αγγλική
bot
Προφορά
ΔΦΑ
: /
boːt
/
ⓘ
Ουσιαστικό
Boot
(de)
ουδέτερο
(
μέσο μεταφορών
,
ναυτικός όρος
)
η
βάρκα
ή γενικότερα το
πλοίο
μικρού μεγέθους
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.