βᾶρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βαριδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | βᾶρις | αἱ | βάριδες & βάρεις ιωνικός: βάριες | |
| γενική | τῆς | βάριδος ιωνικός: βάριος |
τῶν | βαρίδων & βαρέων | |
| δοτική | τῇ | βάριδῐ & βάρει |
ταῖς | βάρισῐ(ν) & βαρίδεσσι(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | βᾶριν | τὰς | βάριδᾰς | |
| κλητική ὦ! | βᾶρι | βάριδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάριδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαρίδοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- βᾶρις < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή bꜣjr (bair, byra, bary)[1]
![D58 [b] b](../I/hiero_D58.png.webp)
![G29 [bA] bA](../I/hiero_G29.png.webp)
![G1 [A] A](../I/hiero_G1.png.webp)
![Z4 [y] y](../I/hiero_Z4.png.webp)


Ουσιαστικό
βᾶρις θηλυκό (& γενική βάρεως & ιωνικός τύπος γενικής βάριος)
- (ναυτικός όρος) πλοιάριο, βάρκα
- ※ ἀπικνέεται ἐς ἑκάστην πόλιν βᾶρις ἐκ τῆς Προσωπίτιδος καλεομένης νήσου (Ηρόδοτος, 2, 41, 16)
- ποταμόπλοιο
- σχεδία
- (ελληνιστική σημασία) πύργος
- ※ βᾶρις· πλοῖον. ἢ τεῖχος. ἢ στοά. ἢ πύργος (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β)
- (ελληνιστική σημασία) οικία, μέγαρο
- ※ λέγεται βᾶρις ἡ οἰκία, ὡς Ποσείδιππος, καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος (Στέφανος Βυζάντιος, Λεξικό, λήμμα βᾶρις)
Αναφορές
- Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Baris
Πηγές
- βᾶρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βᾶρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.