βαλανεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βαλανεύω < βάλανος + -εύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷlh₂eno-

Ρήμα

βαλανεύω

  1. ((κυριολεκτικά) θερμαίνω το νερό στο βαλανείο / λουτρό με βελανίδια)
  2. περιποιούμαι κάποιον στο βαλανείο / λουτρό, τον υπηρετώ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.