βαλανεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
βαλανεύω
- ((κυριολεκτικά) θερμαίνω το νερό στο βαλανείο / λουτρό με βελανίδια)
- περιποιούμαι κάποιον στο βαλανείο / λουτρό, τον υπηρετώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βάλανος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.