βελανίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βελανίδι | τα | βελανίδια |
| γενική | του | βελανιδιού | των | βελανιδιών |
| αιτιατική | το | βελανίδι | τα | βελανίδια |
| κλητική | βελανίδι | βελανίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βελανίδι ουδέτερο και βαλανίδι
- ο καρπός της βελανιδιάς και άλλων δέντρων ή θάμνων (π.χ. του πουρναριού)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
