αψαλίδιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αψαλίδιστος | η | αψαλίδιστη | το | αψαλίδιστο |
| γενική | του | αψαλίδιστου | της | αψαλίδιστης | του | αψαλίδιστου |
| αιτιατική | τον | αψαλίδιστο | την | αψαλίδιστη | το | αψαλίδιστο |
| κλητική | αψαλίδιστε | αψαλίδιστη | αψαλίδιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αψαλίδιστοι | οι | αψαλίδιστες | τα | αψαλίδιστα |
| γενική | των | αψαλίδιστων | των | αψαλίδιστων | των | αψαλίδιστων |
| αιτιατική | τους | αψαλίδιστους | τις | αψαλίδιστες | τα | αψαλίδιστα |
| κλητική | αψαλίδιστοι | αψαλίδιστες | αψαλίδιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αψαλίδιστος, -η, -ο
- που δεν έχει ψαλιδιστεί
- που δεν τον έχουν κόψει με ψαλίδι (στις άκρες)
- (μεταφορικά) (για χρηματικό ποσό, μισθό κ.λπ.) που δεν έχει υποστεί περικοπές ή μειώσεις
- (μεταφορικά) που δεν έχει υποστεί λογοκρισία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψαλίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.