λογοκριμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοκριμένος η λογοκριμένη το λογοκριμένο
      γενική του λογοκριμένου της λογοκριμένης του λογοκριμένου
    αιτιατική τον λογοκριμένο τη λογοκριμένη το λογοκριμένο
     κλητική λογοκριμένε λογοκριμένη λογοκριμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοκριμένοι οι λογοκριμένες τα λογοκριμένα
      γενική των λογοκριμένων των λογοκριμένων των λογοκριμένων
    αιτιατική τους λογοκριμένους τις λογοκριμένες τα λογοκριμένα
     κλητική λογοκριμένοι λογοκριμένες λογοκριμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

λογοκριμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.