αφομοιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφομοιωτικός | η | αφομοιωτική | το | αφομοιωτικό |
| γενική | του | αφομοιωτικού | της | αφομοιωτικής | του | αφομοιωτικού |
| αιτιατική | τον | αφομοιωτικό | την | αφομοιωτική | το | αφομοιωτικό |
| κλητική | αφομοιωτικέ | αφομοιωτική | αφομοιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφομοιωτικοί | οι | αφομοιωτικές | τα | αφομοιωτικά |
| γενική | των | αφομοιωτικών | των | αφομοιωτικών | των | αφομοιωτικών |
| αιτιατική | τους | αφομοιωτικούς | τις | αφομοιωτικές | τα | αφομοιωτικά |
| κλητική | αφομοιωτικοί | αφομοιωτικές | αφομοιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφομοιωτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀφομοιωτικός
Επίθετο
αφομοιωτικός, -ή, -ό
- που αφομοιώνει, δηλαδή απορροφά και ενσωματώνει μέσα του κάτι άλλο, το καθιστά όμοιό του ενώ πριν αυτό δεν ήταν, που έχει την ικανότητα και τη δυνατότητα να ενσωματώνει
- το ελληνικό αλφάβητο προέκυψε κατά τρόπο αφομοιωτικό από το φοινικικό
- που αντικείμενό του, βασική λειτουργία του είναι η αφομοίωση
- οι αφομοιωτικές λειτουργίες του γαστρεντερικού συστήματος
- (γλωσσολογία) που σχετίζεται με το φαινόμενο της αφομοίωσης
Συγγενικά
- αφομοιωτικά
- → δείτε τις λέξεις αφομοιώνω, όμοιος και ομού
Μεταφράσεις
αφομοιωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.