αφομοιώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφομοιώσιμος η αφομοιώσιμη το αφομοιώσιμο
      γενική του αφομοιώσιμου της αφομοιώσιμης του αφομοιώσιμου
    αιτιατική τον αφομοιώσιμο την αφομοιώσιμη το αφομοιώσιμο
     κλητική αφομοιώσιμε αφομοιώσιμη αφομοιώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφομοιώσιμοι οι αφομοιώσιμες τα αφομοιώσιμα
      γενική των αφομοιώσιμων των αφομοιώσιμων των αφομοιώσιμων
    αιτιατική τους αφομοιώσιμους τις αφομοιώσιμες τα αφομοιώσιμα
     κλητική αφομοιώσιμοι αφομοιώσιμες αφομοιώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφομοιώσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αφομοιώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.