αφομοιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφομοιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφομοιώνω
  2. θα αφομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφομοιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφομοιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφομοίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.