αφοδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφοδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφοδεύω < ἀπό(ἀφ-) + ὁδεύω < ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sodos

Προφορά

ΔΦΑ : /a.foˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφοδεύω

Ρήμα

αφοδεύω, αόρ.: αφόδευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λόγιο) αποβάλλω τα υπολείμματα της πέψης από το σώμα μου
      Οι ελέφαντες, οι αντιλόπες και τα άλογα είναι μεταξύ των σύγχρονων ζώων που αφοδεύουν σε συγκεκριμένα – προκαθορισμένα από την ομάδα τους – σημεία. Με τον τρόπο αυτόν οριοθετούν την περιοχή τους αλλά μειώνουν και τις πιθανότητες εξάπλωσης παρασίτων. (tovima.gr)

Συνώνυμα

εκφράσεις:

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη οδός

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.