αφοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφοδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφοδεύω < ἀπό(ἀφ-) + ὁδεύω < ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sodos
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.foˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐δεύ‐ω
Ρήμα
αφοδεύω, αόρ.: αφόδευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) αποβάλλω τα υπολείμματα της πέψης από το σώμα μου
- ※ Οι ελέφαντες, οι αντιλόπες και τα άλογα είναι μεταξύ των σύγχρονων ζώων που αφοδεύουν σε συγκεκριμένα – προκαθορισμένα από την ομάδα τους – σημεία. Με τον τρόπο αυτόν οριοθετούν την περιοχή τους αλλά μειώνουν και τις πιθανότητες εξάπλωσης παρασίτων. (tovima.gr)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφοδεύω | αφόδευα | θα αφοδεύω | να αφοδεύω | αφοδεύοντας | |
| β' ενικ. | αφοδεύεις | αφόδευες | θα αφοδεύεις | να αφοδεύεις | αφόδευε | |
| γ' ενικ. | αφοδεύει | αφόδευε | θα αφοδεύει | να αφοδεύει | ||
| α' πληθ. | αφοδεύουμε | αφοδεύαμε | θα αφοδεύουμε | να αφοδεύουμε | ||
| β' πληθ. | αφοδεύετε | αφοδεύατε | θα αφοδεύετε | να αφοδεύετε | αφοδεύετε | |
| γ' πληθ. | αφοδεύουν(ε) | αφόδευαν αφοδεύαν(ε) |
θα αφοδεύουν(ε) | να αφοδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφόδευσα | θα αφοδεύσω | να αφοδεύσω | αφοδεύσει | ||
| β' ενικ. | αφόδευσες | θα αφοδεύσεις | να αφοδεύσεις | αφόδευσε | ||
| γ' ενικ. | αφόδευσε | θα αφοδεύσει | να αφοδεύσει | |||
| α' πληθ. | αφοδεύσαμε | θα αφοδεύσουμε | να αφοδεύσουμε | |||
| β' πληθ. | αφοδεύσατε | θα αφοδεύσετε | να αφοδεύσετε | αφοδεύστε | ||
| γ' πληθ. | αφόδευσαν αφοδεύσαν(ε) |
θα αφοδεύσουν(ε) | να αφοδεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αφοδεύσει | είχα αφοδεύσει | θα έχω αφοδεύσει | να έχω αφοδεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αφοδεύσει | είχες αφοδεύσει | θα έχεις αφοδεύσει | να έχεις αφοδεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αφοδεύσει | είχε αφοδεύσει | θα έχει αφοδεύσει | να έχει αφοδεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφοδεύσει | είχαμε αφοδεύσει | θα έχουμε αφοδεύσει | να έχουμε αφοδεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αφοδεύσει | είχατε αφοδεύσει | θα έχετε αφοδεύσει | να έχετε αφοδεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αφοδεύσει | είχαν αφοδεύσει | θα έχουν αφοδεύσει | να έχουν αφοδεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.