ανακουφίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακουφίζομαι < αρχαία ελληνική ἀνακουφίζομαι
Ρήμα
ανακουφίζομαι
- ανακουφίζω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με ανακουφίζει άλλος
- (μεταφορικά) κάνω τη σωματική μου ανάγκη, αποπατώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακουφίζομαι | ανακουφιζόμουν(α) | θα ανακουφίζομαι | να ανακουφίζομαι | ||
| β' ενικ. | ανακουφίζεσαι | ανακουφιζόσουν(α) | θα ανακουφίζεσαι | να ανακουφίζεσαι | (ανακουφίζου) | |
| γ' ενικ. | ανακουφίζεται | ανακουφιζόταν(ε) | θα ανακουφίζεται | να ανακουφίζεται | ||
| α' πληθ. | ανακουφιζόμαστε | ανακουφιζόμαστε ανακουφιζόμασταν |
θα ανακουφιζόμαστε | να ανακουφιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανακουφίζεστε | ανακουφιζόσαστε ανακουφιζόσασταν |
θα ανακουφίζεστε | να ανακουφίζεστε | (ανακουφίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ανακουφίζονται | ανακουφίζονταν ανακουφιζόντουσαν |
θα ανακουφίζονται | να ανακουφίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακουφίστηκα | θα ανακουφιστώ | να ανακουφιστώ | ανακουφιστεί | ||
| β' ενικ. | ανακουφίστηκες | θα ανακουφιστείς | να ανακουφιστείς | ανακουφίσου | ||
| γ' ενικ. | ανακουφίστηκε | θα ανακουφιστεί | να ανακουφιστεί | |||
| α' πληθ. | ανακουφιστήκαμε | θα ανακουφιστούμε | να ανακουφιστούμε | |||
| β' πληθ. | ανακουφιστήκατε | θα ανακουφιστείτε | να ανακουφιστείτε | ανακουφιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ανακουφίστηκαν ανακουφιστήκαν(ε) |
θα ανακουφιστούν(ε) | να ανακουφιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανακουφιστεί | είχα ανακουφιστεί | θα έχω ανακουφιστεί | να έχω ανακουφιστεί | ανακουφισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανακουφιστεί | είχες ανακουφιστεί | θα έχεις ανακουφιστεί | να έχεις ανακουφιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακουφιστεί | είχε ανακουφιστεί | θα έχει ανακουφιστεί | να έχει ανακουφιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακουφιστεί | είχαμε ανακουφιστεί | θα έχουμε ανακουφιστεί | να έχουμε ανακουφιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακουφιστεί | είχατε ανακουφιστεί | θα έχετε ανακουφιστεί | να έχετε ανακουφιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακουφιστεί | είχαν ανακουφιστεί | θα έχουν ανακουφιστεί | να έχουν ανακουφιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.