ἀφοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ἀφοδεύω < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀφοδεύω
- αποβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα της πέψης
- Ὅταν δὲ ἀφοδεύῃ, τὰ σκέλεα ἐκτεινάτω: οὕτω γὰρ ἂνἥκιστα ἐκπίπτοι ἡ ἕδρη. (Ἱπποκράτης, Περὶ συρίγγων, 9)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.