ξαλαφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξαλαφρώνω, παθ. μτχ.: ξαλαφρωμένος
- (μεταβατικό) απαλλάσσω κάποιον από ένα βάρος που κουβαλάει
- του πήρε τη μια από τις δυο βαλίτσες που κουβαλούσε για να τον ξαλαφρώσει κάπως
- (αμετάβατο) απαλλάσσομαι από ένα βάρος στο πεπτικό σύστημα
- είχα δυσκοιλιότητα για δυο μέρες, αλλά τώρα ξαλάφρωσα
- (αμετάβατο) απαλλάσσομαι από κάτι που με βαραίνει ψυχολογικά, ανακουφίζομαι
- ουφ, τα είπα και ξαλάφρωσα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαλαφρώνω | ξαλάφρωνα | θα ξαλαφρώνω | να ξαλαφρώνω | ξαλαφρώνοντας | |
| β' ενικ. | ξαλαφρώνεις | ξαλάφρωνες | θα ξαλαφρώνεις | να ξαλαφρώνεις | ξαλάφρωνε | |
| γ' ενικ. | ξαλαφρώνει | ξαλάφρωνε | θα ξαλαφρώνει | να ξαλαφρώνει | ||
| α' πληθ. | ξαλαφρώνουμε | ξαλαφρώναμε | θα ξαλαφρώνουμε | να ξαλαφρώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξαλαφρώνετε | ξαλαφρώνατε | θα ξαλαφρώνετε | να ξαλαφρώνετε | ξαλαφρώνετε | |
| γ' πληθ. | ξαλαφρώνουν(ε) | ξαλάφρωναν ξαλαφρώναν(ε) |
θα ξαλαφρώνουν(ε) | να ξαλαφρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξαλάφρωσα | θα ξαλαφρώσω | να ξαλαφρώσω | ξαλαφρώσει | ||
| β' ενικ. | ξαλάφρωσες | θα ξαλαφρώσεις | να ξαλαφρώσεις | ξαλάφρωσε | ||
| γ' ενικ. | ξαλάφρωσε | θα ξαλαφρώσει | να ξαλαφρώσει | |||
| α' πληθ. | ξαλαφρώσαμε | θα ξαλαφρώσουμε | να ξαλαφρώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξαλαφρώσατε | θα ξαλαφρώσετε | να ξαλαφρώσετε | ξαλαφρώστε | ||
| γ' πληθ. | ξαλάφρωσαν ξαλαφρώσαν(ε) |
θα ξαλαφρώσουν(ε) | να ξαλαφρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαλαφρώσει | είχα ξαλαφρώσει | θα έχω ξαλαφρώσει | να έχω ξαλαφρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαλαφρώσει | είχες ξαλαφρώσει | θα έχεις ξαλαφρώσει | να έχεις ξαλαφρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαλαφρώσει | είχε ξαλαφρώσει | θα έχει ξαλαφρώσει | να έχει ξαλαφρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαλαφρώσει | είχαμε ξαλαφρώσει | θα έχουμε ξαλαφρώσει | να έχουμε ξαλαφρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαλαφρώσει | είχατε ξαλαφρώσει | θα έχετε ξαλαφρώσει | να έχετε ξαλαφρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαλαφρώσει | είχαν ξαλαφρώσει | θα έχουν ξαλαφρώσει | να έχουν ξαλαφρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.