κλασαυχενίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλασαυχενίζομαι < (ελληνιστική κοινή) κλασαυχενεύομαι < αρχαία ελληνική κλάω + αὐχήν
Συγγενικά
- κλασαυχενισμός
- → δείτε τις λέξεις κλάνω και αυχένας
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη επαίρομαι
Μεταφράσεις
κλασαυχενίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.