κλασαυχενισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλασαυχενισμός | οι | κλασαυχενισμοί |
| γενική | του | κλασαυχενισμού | των | κλασαυχενισμών |
| αιτιατική | τον | κλασαυχενισμό | τους | κλασαυχενισμούς |
| κλητική | κλασαυχενισμέ | κλασαυχενισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλασαυχενισμός < κλασαυχενίζομαι + -μός
Συγγενικά
- κλασαυχενίζομαι
- → δείτε τις λέξεις κλάνω και αυχένας
Μεταφράσεις
κλασαυχενισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.