αυχενικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυχενικό τα αυχενικά
      γενική του αυχενικού των αυχενικών
    αιτιατική το αυχενικό τα αυχενικά
     κλητική αυχενικό αυχενικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυχενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυχενικός < αυχένας + -ικός

Ουσιαστικό

αυχενικό ουδέτερο

  • (ιατρική) το αυχενικό σύνδρομο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αυχενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.