αυχένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυχένιος η αυχένια το αυχένιο
      γενική του αυχένιου της αυχένιας του αυχένιου
    αιτιατική τον αυχένιο την αυχένια το αυχένιο
     κλητική αυχένιε αυχένια αυχένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυχένιοι οι αυχένιες τα αυχένια
      γενική των αυχένιων των αυχένιων των αυχένιων
    αιτιατική τους αυχένιους τις αυχένιες τα αυχένια
     κλητική αυχένιοι αυχένιες αυχένια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυχένιος < αρχαία ελληνική αὐχένιος < αὐχήν

Προφορά

ΔΦΑ : /afˈçe.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυχένιος

Επίθετο

αυχένιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.