αυχένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυχένιος | η | αυχένια | το | αυχένιο |
| γενική | του | αυχένιου | της | αυχένιας | του | αυχένιου |
| αιτιατική | τον | αυχένιο | την | αυχένια | το | αυχένιο |
| κλητική | αυχένιε | αυχένια | αυχένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυχένιοι | οι | αυχένιες | τα | αυχένια |
| γενική | των | αυχένιων | των | αυχένιων | των | αυχένιων |
| αιτιατική | τους | αυχένιους | τις | αυχένιες | τα | αυχένια |
| κλητική | αυχένιοι | αυχένιες | αυχένια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυχένιος < αρχαία ελληνική αὐχένιος < αὐχήν
Προφορά
- ΔΦΑ : /afˈçe.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐χέ‐νι‐ος
Συγγενικά
- επαυχένιος
- περιαυχένιος
- → δείτε τη λέξη αυχένας
Μεταφράσεις
αυχένιος
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -αυχένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.