αυτοκτονικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοκτονικότητα οι αυτοκτονικότητες
      γενική της αυτοκτονικότητας των αυτοκτονικοτήτων
    αιτιατική την αυτοκτονικότητα τις αυτοκτονικότητες
     κλητική αυτοκτονικότητα αυτοκτονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοκτονικότητα < αυτοκτονικός + -ότητα

Ουσιαστικό

αυτοκτονικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.