αυτοεξόριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοεξόριστος η αυτοεξόριστη το αυτοεξόριστο
      γενική του αυτοεξόριστου της αυτοεξόριστης του αυτοεξόριστου
    αιτιατική τον αυτοεξόριστο την αυτοεξόριστη το αυτοεξόριστο
     κλητική αυτοεξόριστε αυτοεξόριστη αυτοεξόριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοεξόριστοι οι αυτοεξόριστες τα αυτοεξόριστα
      γενική των αυτοεξόριστων των αυτοεξόριστων των αυτοεξόριστων
    αιτιατική τους αυτοεξόριστους τις αυτοεξόριστες τα αυτοεξόριστα
     κλητική αυτοεξόριστοι αυτοεξόριστες αυτοεξόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοεξόριστος < αυτο- + εξόριστος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fto.eˈkso.ɾi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοεξόριστος

Επίθετο

αυτοεξόριστος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αυτός, εξορίζω και όρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.