αυτοεξορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοεξορία | οι | αυτοεξορίες |
| γενική | της | αυτοεξορίας | των | αυτοεξοριών |
| αιτιατική | την | αυτοεξορία | τις | αυτοεξορίες |
| κλητική | αυτοεξορία | αυτοεξορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.e.ksoˈɾi.a/
Ουσιαστικό
αυτοεξορία θηλυκό
- η ηθελημένη απομάκρυνση κάποιου από την πατρίδα του για προσωπικούς ή και κοινωνικοπολιτικούς λόγους
- κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του δεν έπαψε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη χώρα του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.